δοκησισοφος

δοκησισοφος
    δοκησίσοφος
    δοκησί-σοφος
    2
    считающий себя мудрецом Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δοκησισοφος" в других словарях:

  • δοκησίσοφος — wise in one s own conceit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησίσοφος — η, ο (AM δοκησίσοφος, ον) αυτός που νομίζει πως είναι σοφός, μωρόσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δόκησις + σοφός] …   Dictionary of Greek

  • δοκησίσοφος — ο αυτός που νομίζει ότι είναι σοφός και το επιδεικνύει, ο οιηματίας: Δεν έχει φίλους, γιατί είναι δοκησίσοφος και όλοι τον αποφεύγουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοκησίσοφον — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem acc sg δοκησίσοφος wise in one s own conceit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισόφοις — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισόφου — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισόφους — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισόφων — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισόφῳ — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησίσοφοι — δοκησίσοφος wise in one s own conceit masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκησισοφώ — (AM δοκησισοφῶ, έω) [δοκησίσοφος] είμαι δοκησίσοφος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»